- Φαληρικος
- ΦαληρικόςΦᾰληρικός3фалерский Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαληρικός — ή, ό / φαληρικός, ή, όν, ΝΜΑ [Φάληρον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Φάληρο (α. «Φαληρικό Δέλτα» β. «Φαληρικός Όρμος») … Dictionary of Greek
φαληρικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το Φάληρο ή που προέρχεται από αυτό, φαληριώτικος: Φαληρική αύρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φαληρικά — Φαληρικός Phalerum neut nom/voc/acc pl Φαληρικά̱ , Φαληρικός Phalerum fem nom/voc/acc dual Φαληρικά̱ , Φαληρικός Phalerum fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαληρικά — φαληρικός Phalerum neut nom/voc/acc pl φαληρικά̱ , φαληρικός Phalerum fem nom/voc/acc dual φαληρικά̱ , φαληρικός Phalerum fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαληρικόν — Φαληρικός Phalerum masc acc sg Φαληρικός Phalerum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαληρικόν — φαληρικός Phalerum masc acc sg φαληρικός Phalerum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαληρικαῖς — Φαληρικός Phalerum fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαληρικαῖς — φαληρικός Phalerum fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαληρικαί — Φαληρικός Phalerum fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαληρικαί — φαληρικός Phalerum fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαληρικοί — Φαληρικός Phalerum masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)